ετεροβαρής
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
Greek Monolingual
-ές (Μ ἑτεροβαρής, -ές)
αυτός του οποίου το βάρος πιέζει το ένα μέρος, τη μία πλευρά
νεοελλ.
εκείνος που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία πλευρά, που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («ετεροβαρής σύμβαση»).
επίρρ...
ετεροβαρώς
κατά ετεροβαρή, άνισο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής, οινο-βαρής].