ηλιόφωτος

From LSJ
Revision as of 09:22, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο
2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόφωτο
το φως του ήλιου, το ηλιόφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φωτος (< φως), πρβλ. λειψί-φωτος, πολύ-φωτος].