ζωομύριστος

Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek (Liddell-Scott)

ζωομύριστος: -ον, ὁ μυρίζων, ἐνέχων ζωήν, ζωομύριστον ξύλον ὁ σταυρὸς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).

Greek Monolingual

ζωομύριστος, -ον (Μ)
αυτός που αναδίδει, που ενέχει ζωή («ζωομύριστον ξύλονσταυρός», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -μύριστος (< μυρίζω), πρβλ. μοσκο-μύριστος, ροδο-μύριστος].