θανατιώ
Greek Monolingual
θανατιῶ, -άω (Α)
είμαι ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος, κατά τα ρήματα σε -ιάω τα δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. λιθ-ιάω, σπλην-ιάω].
θανατιῶ, -άω (Α)
είμαι ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος, κατά τα ρήματα σε -ιάω τα δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. λιθ-ιάω, σπλην-ιάω].