Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
ἰθύδικος, -ον (Α)δίκαιος, χρηστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δικος (< δίκη), πρβλ. αυτό-δικος, φυγό-δικος].