λαβροφαγώ

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477

Greek Monolingual

λαβροφαγῶ, -έω (Α)
τρώγω με βουλιμία, τρώγω λαίμαργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. καρπο-φαγώ, ξηρο-φαγώ].