μεράδιος

Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

μεράδιος, -ον (Μ)
χωρισμένος σε μέρη.
επίρρ...
μεραδίως (Μ)
σε πολλά σημεία, σε πολλά μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. θνητ-άδιος, μεσ-άδιος)].