Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἐχιδνοκέφαλος, -ον (Α)αυτός που έχει κεφάλι οχιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βραχυ-κέφαλος, δολιχο-κέφαλος.