ιππελάτης

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

ἱππελάτης, ό, θηλ. ίππελάτειρα (Α)
αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ελάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ον-ελάτης, ταυρ-ελάτης].