κοιλιολάτρης
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
κοιλιολάτρης, ὁ (Α)
κοιλιόδουλος, λαίμαργος, φαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -λάτρης (< λάτρης), πρβλ. ηλιο-λάτρης, φυσιο-λάτρης].