λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
ο (AM κωμοδρόμος)αυτός που γυρίζει από κώμη σε κώμηνεοελλ.-μσν.(στην Κύπρο) σιδηρουργός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος, σταδιο-δρόμος.