ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-ον, Α(για νόσημα) αυτός που επιφέρει γρήγορα τον θάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -φόνος (< φόνος < θείνω), πολυφόνος.