φόνος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόνος Medium diacritics: φόνος Low diacritics: φόνος Capitals: ΦΟΝΟΣ
Transliteration A: phónos Transliteration B: phonos Transliteration C: fonos Beta Code: fo/nos

English (LSJ)

ὁ, (θείνω)
A murder, slaughter, τεύξασα πόσει φόνον Od.11.430; τοίσδεσσι φόνον καὶ κῆρα φυτεύει 2.165; φ. ῥάπτειν 16.379; μερμηρίζειν 2.325; ὁρμαίνειν 4.843; σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Il. 17.757, etc.; φόνον πράσσειν Pi.N.3.46; ἀκούσιον φ. ἐξεργάσασθαι Pl. Lg.869a; βουλεῦσαί τινι S.Aj.1055; ἔθου φόνον Id.OC542 (lyr.); ἐκπορίζειν E.Ion1114; of arrows, φ. προπέμπειν S.Ph.105; τὸν Δωριέος πρὸς Ἐγεσταίων φόνον ἐκπρήξασθαι exact vengeance for the killing... Hdt.7.158; κατὰ ζῴων φόνου καὶ μὴ φόνου ὧδε ἔχει killing or not-killing, Democr.257; in poet. phrases, φ. συρίζειν, κινύρεσθαι, πνεῖν, A.Pr.357 (s. v.l.), Th.123 (lyr.), Ag.1309; φ. τινός the murder of... Id.Eu.580, etc.; φ. Ἑλληνικὸς μέγιστος slaughter of Greeks, Hdt.7.170; ὅμαιμος αὐθέντης φ. A.Eu.212; πατρῷος S.El.955; πολύκερως, ἄρνειος φ., Id.Aj. 55,309; ἐπὶ φόνῳ πράσσεις φόνον E.Or.1579, cf. HF1084 (lyr.); γέρων φ. μηκέτ' ἐν δόμοις τέκοι A.Ch.805 (lyr.), etc.; ὁ ὑπὸ Θήβης Ἀλεξάνδρον φ. Plu.2.856a; ὁ κατὰ τῶν πολιτῶν φ. D.S.19.8: pl., φόνοι τ' ἀνδροκτασίαι τε Od.11.612 (personified in Hes.Th.228); ἔμφυλοι φ. ἀνδρῶν Thgn.51, cf. S.OC962.
2 in law, murder, homicide, δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Dracontis ap.IG12.115.12; φόνου διώκειν τινά Antipho 6.9; δικάζειν δίκας φόνου Id.5.11; παραδοῦναι φόνου δίκην Id.6.42; ἁλῶναι Id.5.59, etc.; φεύγειν Lycurg. 133 (poet., παίδων φόνον φεύγουσα fleeing from.. E.Med.795); ἔνοχοι τῷ φόνῳ Antipho 1.11; φόνου ὑπόδικος D.54.25; φόνου καθαρός, ἁγνός, Pl.R. 451b, Lg.759c: ἀκούσιος φ. D.23.72; φόνων ἀπέχεσθαι Ar.Ra.1032 (anap.); αἱ τῶν φ. δίκαι Pl.Lg.778d; φόνοι.. φόνοις δεόμενοι καθαίρεσθαι ib.870c, al.; λαγχάνονται αἱ τοῦ φ. δίκαι πρὸς [τὸν βασιλέα] Arist.Ath.57.2.
3 death as a punishment, φ. προκεῖσθαι δημόλευστον S.Ant.36.
4 blood when shed, gore, ἂμ φόνον, ἂν νέκυας Il.10.298; κέατ' ἐν φόνῳ 24.610; ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος 16.162; φ. κέχυται γυναίκων Alc.Fr.153 Lobel; φόνον κεύθειν Emp. 100.4; μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον Pi.I.8(7).55; φόνου κηκίς A.Ch. 1012; ἐμοῦσα θρόμβους οὓς ἀφείλκυσας φόνου Id.Eu.184; σταγόνες S.OT1278; σταλαγμοί E.Hec.241; χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43; of a sacrifice, ταυρείου φόνου A.Th.44; Ἕλλην οὗ καταστάζει φ. E.IT72; rarely in Prose of blood, Hp.Morb.2.73.
5 corpse, πρὶν ἴδω τὸν Ἑλένας φόνον.. κείμενον E.Or.1357 (lyr.); ἐπὶ φόνῳ χαμαιπετεῖ ματρός ib.1491 (lyr.).
6 rascal that deserves death, gallows-bird, a Dorian phrase, EM662.4.
II of the agent or instrument of slaughter, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι to be a death to heroes, Il. 16.144, cf. Od.21.24; of poison, Mim.Oxy.413.180; ἐν φόνῳ μαχαίρας LXX Ex.17.13, De.13.15(16), 20.13; without ἐν, Nu.21.24.
III = ἀτρακτυλίς, Thphr. HP 6.4.6.

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ (φένω), Mord, sowohl verübter als erlittener, Ermordung, Todtschlag, Erlegung, auch im Kriege und auf der Jagd; oft bei Hom.: φόνον καὶ Κῆρα φυτεύειν τινί Od. 2, 165; φόνον μερμηρίζειν τινί 19, 2; σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν Il. 17, 757; οὐ σοὶ φόνος ἔσσεται ἔκ γε γυναικός Od. 1, 1, 444; also übh. Blutvergießen, Blutbad, Gemetzel; auch im plur., Il. 11, 612; Hes. Th. 228; Theogn. 51; φόνον ἔπρασσεν Pind. N. 3, 44; Tragg. oft; φόνων ἀπέχεσθαι Ar. Ran. 1030; u. in Prosa, φόνος Ἑλληνικός, an den Griechen verübter Mord, Her. 7, 170; Plat. u. A. – Von der Todesstrafe, φόνον προκεῖσθαι δημόλευστον Soph. Ant. 36. – Das durch Mord vergossene Blut, Mordblut, κεῖσθαι ἐν φόνῳ Il. 24, 610, vgl. 10, 298 Od. 22, 376; auch φόνος αἵματος, Il. 16, 162; μέλανι φόνῳ ῥαίνων πεδίον Pind. I. 7, 50; εἶδον τοὺς παῖδας ἐν τοῖς φόνοις Ael. H. A. 3, 21; das Opferblut, Aesch. Spt. 44; auch die Leiche, θάλασσα ναυαγίων πλήθουσα καὶ φόνου βροτῶν, Pers. 412. – Das Werkzeug, wodurch der Mord vollbracht wird, die Ursache des Mordes, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσιν, von einer Lanze gesagt, Il. 16, 144. 19, 391 Od. 21, 24; dah. auch der Mörder, wie Pind. P. 4, 250 die Medea nennt τὸν Πελίαο φόνον, des Pelias Mörderinn. – Später auch ein des Todes würdiger Bösewicht, E. M.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. meurtre :
1 meurtre, assassinat ; massacre, carnage;
2 peine de mort;
II. sang répandu par un meurtre, sang d'une victime;
III. p. ext. victime d'un meurtre, cadavre d'un homme tué;
IV. p. méton. :
1 instrument de meurtre;
2 cause d'un meurtre.
Étymologie: R. Φεν, tuer > πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

φόνος: ὁ (см. 7) тж. pl.
1 убийство: φόνον τεύχειν или φυτεύειν τινί Hom. готовить чье-л. убийство; φόνον βουλεύειν τινί Soph., Eur., Her. замышлять убить кого-л.; φόνου δικάζειν Luc. судить за убийство; φόνοι πατρός или πατρῷοι Soph. убийство отца; φόνος Ἑλληνικός Her. избиение греков; φόνοι τ᾽ ἀνδροκτασίαι τε Hom. резня и человекоубийство; ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀποθανεῖν NT погибнуть от меча;
2 смертная казнь: φ. δημόλευστος Soph. казнь через побиение камнями;
3 (тж. φ. αἵματος Hom.) пролитая кровь (κεῖσθαι ἐν φόνῳ Hom.): φόνου σταγόνες Soph. капли крови; ταύρειος φ. Aesch. кровь (заколотого в жертву) быка;
4 жертва убийства, труп убитого: ὁ φ. καθαιμακτός Eur. окровавленный труп; собир. φ. βροτῶν Aesch. трупы убитых;
5 туша, мясо: σβεννύναι ἡδύσματι τὸν φόνον Plut. приправлять мясо пряностями;
6 орудие убийства: μελίη, φ. ἔμμεναί τινι Hom. ясеневое копье, предназначенное для уничтожения кого-л.;
7 убийца (Μήδεια, ἁ Πελίαο φ. Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

φόνος: ὁ, (*φένω) ὡς καὶ νῦν, φόνος ἐν πολέμῳ ἢ ἐν θήρᾳ, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· φόνον καὶ κῆρα τεύχειν τινὶ Ὀδ. Λ. 430· φυτεύειν Β. 165· ῥάπτειν Π. 379· μερμηρίζειν Β. 325 ὁρμαίνειν Δ. 843· σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Ἰλ. Ρ. 757, κλπ.· φόνον πράσσειν Πινδ. Ν. 3. 81· ἐξεργάζεσθαι Πλάτ. Νόμ. 869Α· βουλεύειν τινὶ Σοφ. Αἴ. 1055· τίθεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ. 542· ἐκπορίζειν Εὐρ. Ἴων 114· ἐπὶ βελῶν, φ. προπέμπειν Σοφ. Φιλ. 105· φόνον τινὸς ἐκπρήξασθαι, ζητῆσαι καὶ λαβεῖν ἐκδίκησιν ἐπὶ φόνῳ τινός, Ἡρόδ. 7. 158· ― καὶ ἐν φράσεσιν ἰσχυρῶς ποιητικαῖς, φ. συρίζειν, κινύρεσθαι, πνεῖν Αἰσχύλ. Προμ. 355, ἐπὶ Θήβ. 123, Ἀγ. 1309· ― ὁ φ. τινός, τὸ φονεῦσαί τινα, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 580, κλπ.· φόνος Ἑλληνικὸς μέγιστος, σφαγὴ Ἑλλήνων, Ἡρόδ. 7. 170· ὅμαιμος αὐθέντης φ. Αἰσχύλ. Εὐμεν. 212· πατρῷος Σοφ. Ἠλ. 955· πολύκερως, ἄρνειος φ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 55. 309· φόνος ἐπὶ φόνῳ Εὐρ. Ὀρ. 1579, Ἡρ. Μαιν. 1085· γέρων φ. μητέτ’ ἐν δόμοις τέκοι Αἰσχύλ. Χο. 805. κλπ.· ― φ. ὑπό τινος, ἐπὶ τοῦ φονέως, Πλούτ. 3. 856Α· κατά τινος ἐπὶ τοῦ φονευθέντος, Διόδ. 19. 8· ἐν τῷ πληθ., φόνοι τ’ ἀνδροκτασίαι τε Ὀδ. Λ. 612, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 228, Θέογν. 51· φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1234. 2) ὡς νομικὸς ὅρος, ἀνθρωποκτονία, ἀναίρεσις, φόνου διώκειν τινὰ Ἀντιφῶν 142. 21· δικάζειν δίκας φόνου ὁ αὐτ. 130. 29· παραδοῦναι ὁ αὐτ. 167. 18· ἁλῶναι 136. 16, κλπ.· φεύγειν Λυκοῦργ. 166. 40· (ποιητικ., φόνον φεύγειν Εὐρ. Μήδ. 795)· ἔνοχος τῷ φόνῳ Ἀντιφῶν 112. 37· τοῦ φ. ὑπόδικος Δημ. 1264. 15· φόνου καθαρός. ἁγνὸς Πλάτ. Πολ. 451Β, Νόμ. 759C· φ. ἑκούσιος καὶ ἀκούσιος Δημ. 643 κἑξ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 483, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 962· ἐκ φόνων ἀνελέσθαι τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 558, πρβλ. Ἠλ. 11· φόνων ἀπέχεσθαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1032· αἱ τῶν φ. δίκαι Πλάτ. Νόμ. 778D· φόνοι... φόνοις δεόμενοι καθαίρεσθαι αὐτόθι 870C, κ. ἀλλ. 3) θάνατος ὡς ποινή, φ. προκεῖσθαι δημόλευστον Σοφ. Ἀντιγ. 36· ― αἱ ἐπὶ ἑκουσίῳ φόνῳ δίκαι διεξήγοντο ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος βασιλέως ἐν τῷ δικαστηρίῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 385· αἱ δὲ ἐπὶ ἀκουσίῳ ἐνώπιον τῶν ἐφετῶν, αὐτόθι 417. ― Πρβλ. φονή. 4) τὸ κατὰ τὸν φόνον χυθὲν αἷμα, Λατ. caedes, cruor, ἂμ φόνον, ἂν νέκυας Ἰλ. Κ. 298· κέατ’ ἐν φόνῳ Ω. 610· ὡσαύτως, ἐρυγόμενοι φόνον αἵματος = φόνιον αἷμα Π. 162· φόνον κεὐθειν Ἐμπεδ. 346· μέλανι φόνῳ ῥαίνων πέδον Πινδ. Ι. 8 (7). 110· συχν. παρὰ τοῖς Τραγ., φόνου κηκὶς Αἰσχύλ. Χο. 1012· ἐμοῦσα θρόμβους οὓς ἀφείλκυσας φόνου ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 184· σταγόνες Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1278· σταλαγμοὶ Εὐρ. Ἑκάβ. 241· χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ Σοφ. Αἴ. 43· ἐπὶ θυσίας, ταυρείου φόνου Αἰσχύλ. Θήβ. 44· Ἕλλην οὗ κατασφάζει φ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 72. 5) πτῶμα, νεκρός, πρὶν ἴδω τὸν Ἑλένας φόνον... κείμενον ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1354· ἐπὶ φόνῳ χαμαιπετεῖ ματρὸς αὐτόθι 1490. 6) κακοῦργος ἄξιος θανάτου, «τοῦ σχοιν~ιοῦ καὶ τοῦ παλουκ~ιοῦ», «φόνους δὲ ἔλεγον οἱ Δωριεῖς τοὺς ἐπονειδίστους, ἤγουν τοὺς ἄξια φόνου δεδρακότας» Ἐτυμ. Μ. 662, 4, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 345· πρβλ. ὄλεθρος ΙΙ. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ὀργάνου τοῦ φόνου, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι, νὰ ἐπιφέρῃ, νὰ προξενῇ θάνατον, Ἰλ. Π. 144, πρβλ. Ὀδ. Φ. 24· οὕτως ὁ Πίνδ. λέγει περὶ τῆς Μηδείας ἁ Πελίαο φόνος, Π. 4. 445· ― ἐν φόνῳ μαχαίρας Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΖϳ, 13, Δευτ. ΙΓϳ, 15., Κϳ, 13, πρβλ. Ἀριθ. ΚΑϳ, 24). ΙΙΙ. ὄνομα φυτοῦ τινος, (ἀλλαχοῦ ἀτρακτυλίς), Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 6.

English (Autenrieth)

(φένω): bloodshed, murder, also for blood, Il. 24.610; and poetically for the instrument of death, the lance, Od. 21.24; φόνος αἵματος, ‘reeking blood,’ of mangled beasts, Il. 16.162.

English (Slater)

φόνος (-ου, -ῳ, -ον)
   a blood Ἀχιλέος· ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε Τηλέφου μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον (I. 8.50)
   b bloodshed μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον (N. 3.46) χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν (N. 8.27) παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.37) ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ (I. 5.50) παῖδα ποντίας Θέτιος θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις (Pae. 6.86) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. met., v. φονός.

English (Strong)

from an obsolete primary pheno (to slay); murder: murder, + be slain with, slaughter.

English (Thayer)

φόνου, ὁ (ΦΑΝΩ; cf. φόβος, at the beginning), from Homer down, murder, slaughter: ἐν φόνῳ μαχαίρας, φόνοι, murders: T WH omit; L Tr brackets φόνοι); Revelation 9:21.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. βίαιη αφαίρεση της ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία
2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού του γένους ατρακτυλίς
νεοελλ.
ανθρωποκτονία
αρχ.
1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή
2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη
3. το αίμα που χύνεται όταν κανείς φονεύει κάποιον
4. το αίμα του θύματος θυσίας
5. νεκρός, πτώμα
6. (για πρόσ.) κακούργος άξιος θανάτου
7. το όργανο με το οποίο διαπράττεται η βίαιη αφαίρεση της ζωής ή η αιτία που οδηγεί κάποιον σε αυτήν την πράξη
8. θανατηφόρο φάρμακο
9. (για τη Μήδεια) φονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας gwhen- «χτυπώ» του ρ. θείνω με αντιπροσώπευση του αρκτικού χειλοϋπερωικού φθόγγου με -φ- πριν από το -ο- (βλ. και λ. θείνω)].

Greek Monotonic

φόνος: ὁ (*φένω
I. 1. φόνος, ανθρωποκτονία, σφαγή, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· φόνος Ἑλληνικός, σφαγή των Ελλήνων, σε Ηρόδ.· σε πληθ., φόνοι τ' ἀνδροκτασίαι τε, σε Ομήρ. Οδ.· φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι, σε Σοφ.
2. σύμφωνα με τους νόμους αυτό που ορίζεται ως φόνο ή ανθρωποκτονία, φόνου διώκειν τινά, κατηγορώ κάποιον για φόνο, σε Αντιφ.· φόνος ἑκούσιος και ἀκούσιος, φόνος και σφαγή, σε Δημ.
3. αίμα που χύνεται σε φόνο, πηχτό αίμα, ἂμ φόνον, ἂν νέκυας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος, = φόνιον αἷμα, στο ίδ.· ἐμοῦσα θρόμβους φόνου, ξερνούσε θρόμβους αίματος, σε Αισχύλ. κ.λπ.
4. πτώμα, τὸν Ἑλένας φόνον.
II. λέγεται για το όργανο του φόνου, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι, να προξενήσει θάνατο στους ήρωες, σε Ομήρ. Ιλ.· φόνοςγενέσθαι τινί, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

φόνος, ὁ, [*φένω
I. murder, homicide, slaughter, Hom., Hes., etc.; φ. Ἑλληνικός a slaughter of Greeks, Hdt.: in plural, φόνοι τ' ἀνδροκτασίαι τε Od.; φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι Soph.
2. in law, murder, homicide, φόνου διώκειν τινά to prosecute one for murder, Antipho.; φ. ἑκούσιος and ἀκούσιος murder and manslaughter, Dem.
3. blood shed in murder, gore, ἂμ φόνον, ἂν νέκυας Il.; also, ἐρυγόμενοι φόνον αἵματος clots of blood, Aesch., etc. = φόνιον αἷμα, Aesch.; ἐμοῦσα θρόμβους φόνου vomiting
4. a corpse, τὸν Ἑλένας φόνον Eur.
II. of the agent of slaughter, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι to be a death to heroes, Il.; φόνος γενέσθαι τινί Od.

Frisk Etymology German

φόνος: {phónos}
Grammar: m.
Meaning: Totschlag, Mord, poet. Blutvergießen, Mordblut (seit Il.); auch in dem dichterischen Ausdruck ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος (Π 162) für αἷμα φόνου od. φόνιον, nicht mit Fick BB 8, 330, Bechtel Lex. s.v. u. a. zu εὐθενέω (vgl. WP. 1, 679 m. Lit.).
Composita: Einzelne Kompp., z.B. φονολιβής ‘mord-, bluttriefend' (A. in lyr.), ἀπόφονος φόνος unnatürlicher Mord (E. Or. 163, lyr.), danach ἀπόφονον αἷμα (ebd. 192), s. Fehling Hermes 96, 152 m. A. 2. Daneben, unbeschränkt produktiv, als Nom. ag. in Univerbierungen, z.B. ἀνδροφόνος männermordend (seit Il.) mit -ία f. (Arist. usw.), -έω (Str. u.a.); Erweiterungen -εύς ib. (Man.), -της (A. Th. 572; ἀνδρεϊ- ~ [Il.] nach Ἀργεϊφ., Schwyzer 452 A. 7 m. Lit.). Ebenso βουφόνος mit -έω (H 466); zum Sachlichen Bechert Münch. Stud. 17, 5 ff.
Derivative: Ableitungen. 1. Adj. φόνιος ‘mörderisch, mord-, blutgefleckt, tödlich’ (Pi., Trag.); -ικός zum Mord gehörig, mordlustig (Hdt., Th. u.a., Chantraine Études 126 u. 141); -ώδης tödlich (Hp.), an Mord, Blut erinnernd (Thphr.), mörderisch, mordlustig (LXX u.a.). 2. -εύς m. Mörder (seit Il.; Boßhardt 28 m. vielen Einzelheiten) mit -εύω, auch m. κατα-, ἐπι- u.a., morden, töten (Pi., ion. att.), -ευτής m. Mörder (LXX), f. -εύτρια (Sch.), -ευτικός tödlich (Sch.), -εύσιμος sterblich (Sch.; Arbenz 93). 3. -αξ m. N. eines Hundes (X. Kyn.; wie σκύλαξ u.a.). 4. Verb -όομαι in πεφονωμένος blutgefleckt (Opp.). — Neben φόνος: φοναί f. pl. Totschlage, Blutbad, Mord, Blut (ep. poet. seit Il., auch Hdt. u. sp. Prosa; vgl. Bolelli Stud. itfllcl. N.S. 24, 107f.; zum Plur. Schwyzer-Debrunner 43) mit φονάω ‘mord-, blutgierig sein’ (S. in lyr., sp. Prosa). Vgl. φοινός.
Etymology: Altererbtes Verbalnomen zu θείνω. Damit formal identisch slav., z.B. skr. gȍn eig. "das Treiben" (zu gnȁti treiben, jagen), Strecke, die sich ein Pferd auf einmal treiben läßt, cech. hon Jagd (Vasmer s. gon): idg. *gʷhónos m. Daneben als Nom. ag. (vgl. -φόνος) aind. ghaná- erschlagend, tötend, m. Knüttel, Keule, lit. gãnas, lett. gans Hirt ("der Treiber"); als Hinterglied aind. -han-, aw. -ǰan-, z.B. nr̥-hán- = ἀνδραφόνος (Lex. Sol. = ἀνδρο- ~). Mit Schwundstufe toch. A kuñaś Streit, Kampf (v. Windekens Orbis 15, 538f.) ? Weiteres s. θείνω.
Page 2,1035-1036

Chinese

原文音譯:fÒnoj 賀挪士
詞類次數:名詞(10)
原文字根:謀殺 相當於: (הָרַג‎)
字義溯源:謀殺,殺,兇殺,殺人,殺人犯,殺戳;源自(φαιλόνης / φελόνης)X*=殺)
出現次數:總共(10);太(1);可(2);路(2);徒(1);羅(1);加(1);來(1);啓(1)
譯字彙編
1) 兇殺(6) 太15:19; 可7:22; 徒9:1; 羅1:29; 加5:21; 啓9:21;
2) 殺人(2) 路23:19; 路23:25;
3) 殺戳(1) 來11:37;
4) 殺人犯(1) 可15:7

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἄχρηστο ρῆμα φένω (ἀόρ. β´ ἔπενφον). Σχετίζεται μέ τό θείνω (=χτυπῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φονή (=σφαγή), φονικός, φόνιος, φόνειος, φοινός (=κόκκινος σάν αἷμα), φοινίσσω (=κοκκινίζω), φοίνιος (=ματωμένος), φατός (=πεθαμένος), πρόσφατος (=πού πρίν λίγο σφάχτηκε, καινούργιος), φονεύω, φόνευμα, φονεύς, φονεύσιμος, φονευτήριον (=δημόσιο σφαγεῖο), φονευτής, φονευτικός.

Lexicon Thucydideum

caedes, slaughter, carnage, 1.23.2, 1.108.1, 2.102.4, 7.85.4.

Translations

murder

Albanian: vras; Arabic: قَتْل‎; Armenian: սպանություն; Asturian: asesinatu; Azerbaijani: qətl, öldürmə; Basque: erailketa; Belarusian: забо́йства; Bengali: খূনকতল; Bulgarian: предумишлено уби́йство; Burmese: လူသတ်မှု; Catalan: assassinat; Chinese Cantonese: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Mandarin: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Min Nan: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Czech: vražda; Danish: mord; Dutch: moord, doodslag; Esperanto: murdo; Estonian: mõrv, roim; Finnish: murha; French: meurtre, homicide; Old French: murtre; Galician: asasinato; Georgian: მკვლელობა; German: Mord; Gothic: 𐌼𐌰𐌿𐍂𐌸𐍂; Greek: φόνος, δολοφονία, ανθρωποκτονία; Ancient Greek: αἷμα, κονή, κτόνος, τάφος, φονή, φόνος; Hebrew: רֶצַח‎; Hindi: ख़ून, क़त्ल, हत्या, घात; Hungarian: gyilkosság; Icelandic: morð; Ido: ocido; Indonesian: pembunuhan; Irish: dúnmharú; Italian: assassinio, omicidio, uccisione; Japanese: 殺人, 謀殺; Kabyle: timenɣiwt; Korean: 살인); Kurdish Central Kurdish: کوشتن‎; Kyrgyz: адам өлтүрүү; Lao: ຄາດຕະກຳ; Latin: interfectio, homicidium; Latvian: slepkavība; Lithuanian: nužudymas, žmogžudystė; Macedonian: убиство; Malagasy: vono; Malay: pembunuhan; Malayalam: കൊല, ഹത്യ; Maori: kōhuru; Norman: meurtre; Norwegian: mord; Ojibwe: nitaagewin; Old English: morþor; Persian: قتل‎; Plautdietsch: Mort; Polish: morderstwo, zabójstwo; Portuguese: assassínio, homicídio, assassinato; Romanian: asasinat, crimă; Russian: уби́йство, мо́крое де́ло, мокру́ха; Scottish Gaelic: mort, murt; Serbo-Croatian Cyrillic: убиство, убојство, уморство; Roman: ubistvo, ùbōjstvo, umórstvo; Slovak: vražda; Slovene: umor inan; Spanish: asesinato; Swedish: mord; Tagalog: pagpatay; Tajik: қатл, одамкушӣ, куштор; Tamil: கொலை; Telugu: హత్య; Thai: ฆาตกรรม; Tocharian B: kāwälñe; Turkish: cinayet, adam öldürme; Ukrainian: уби́вство, вби́вство; Vietnamese: giết người, vụ giết người, ám sát, vụ ám sát; Welsh: llofruddiaeth; Xhosa: ukubulala; Yiddish: מאָרד‎; Yoruba: ìpànìyàn; Zulu: ukubulala

slaughter

Albanian: masakër, therje; Arabic: مَذْبَحَة‎, تَقْتِيل‎; Armenian: կոտորած, սպանդ; Azerbaijani: qətliam; Belarusian: разня, бойня, разні́ца; Bulgarian: сеч, клане; Catalan: matança, massacre; Chinese Mandarin: 屠殺, 屠杀, 慘案, 惨案, 慘殺, 惨杀, 殺戮, 杀戮; Czech: masakr; Dutch: slachtpartij, bloedbad, afslachting; Estonian: tapatalg; Finnish: teurastus, joukkomurha, verilöyly; French: carnage, tuerie, massacre; Galician: matanza; German: Schlachtung, Schlächterei, Gemetzel, Metzelei; Greek: σφαγή; Ancient Greek: σφαγή; Hebrew: טֶבַח‎; Hungarian: mészárlás, öldöklés; Irish: ár, eirleach; Old Irish: ár; Italian: mattanza, carneficina, massacro, massacro; Japanese: 虐殺, 惨殺, 殺戮; Korean: 학살(虐殺); Kurdish Central Kurdish: سەر بڕین‎; Latin: trucidatio, nex; Latvian: slaktiņš; Lithuanian: žudynės, skerdynės; Macedonian: колеж, масакр; Maori: hingahinga, parewhero, whakapiko, tarukenga, wharona awatea, parekura; Norwegian Bokmål: slakt; Persian: کشتار‎; Polish: rzeź, pogrom, masakra; Portuguese: carnificina, matança, massacre, chacina; Romanian: măcel; Russian: резня, массовое убийство, бойня; Scottish Gaelic: àr; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀кољ, клање; Roman: pòkolj, klánje; Slovak: masaker, masakra; Slovene: pokol, masaker; Spanish: matanza, masacre, carnicería; Swedish: massaker, slakt; Turkish: katletme, katliam; Ukrainian: різня, різанина, бойня, масакра; Volapük: mipug; Yiddish: הריגה