οπλοθέτης

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η οπλοδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. χαρτο-θέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].