οπλοδόκη

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

η
ναυτ. ξύλινη κατασκευή στους θαλάμους πολεμικών πλοίων για την όρθια τοποθέτηση τών όπλων, αλλ. οπλοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. λογχο-δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].