οκτήρης

From LSJ
Revision as of 14:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

ὀκτήρης, -ῆρες (Α)
1. (για πλοίο) αυτό που έχει οκτώ σειρές κουπιών
2. το θηλ. ως ουσ.ὀκτήρης
πολεμικό πλοίο με οκτώ σειρές κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + -ήρης (< θ. ερε-, πρβλ. ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. τρι-ήρης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].