ήρης
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
an Adj. termin.,
1 from ἀραρεῖν, ἀραρίσκω, as in θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης.
2 from ἐρε- (ἐρέτης), as in ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, etc.
3 prob. from (ϝ) ηρ- (cf. ἦρα B) in pr.n. Περιήρης, Διώρης (fr. Διοήρης).
Greek (Liddell-Scott)
ήρης: ἐπίθετ. κατάληξις. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς φρενήρης, ἐρίηρες, θυμαρής. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ (ἐρέσσω), ὡς ἀμφήρης, ἁλιήρης· τριήρης, τετρήρης, κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. διήρης, Gr. Et. ἀρ. 492.
Greek Monotonic
ήρης: κατάληξη επιθέτων.
1. από το ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, όπως το ἐριήρης, θυμ-ᾱρής.
2. από το ἐρέσσω, όπως το ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, κ.λπ.