ονοκόπος
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
ὀνοκόπος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυρο-κόπος.