σωματοφθόρος
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
German (Pape)
[Seite 1060] den Leib verderbend, Suid. v. σπάδων.
Greek (Liddell-Scott)
σωματοφθόρος: -ον, ὁ τὸ σῶμα φθείρων, καταστρέφων, Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ ἐν λ. σπάδων, Θεόδωρ. Πρόδρ. ἐν Γαλεομυομαχ. 357.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που καταστρέφει το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. πολεμο-φθόρος.