outline
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. ὑπογραφή, ἡ, περιγραφή, ἡ, σκιαγραφία, ἡ, τύπος, ὁ.
in outline: P. ἐν τύπῳ, τύπῳ.
I see not clearly yet in some sort the outline of his form and a breast like to his: V. ὁρῶ δῆτ' οὐ σαφῶς, ὁρῶ δέ πως μορφῆς τύπωμα στέρνα τ' ἐξῃκασμένα (Eur., Phoenissae 161.).