σκιαγραφία

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱγρᾰφία Medium diacritics: σκιαγραφία Low diacritics: σκιαγραφία Capitals: ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: skiagraphía Transliteration B: skiagraphia Transliteration C: skiagrafia Beta Code: skiagrafi/a

English (LSJ)

ἡ, painting with the shadows (cf. σκιαγραφέω), so as to produce an illusion of solidity at a distance, scene-painting, σ. ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα Pl.Criti.107d; σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγραπτέον Id.R.365c, cf. 602d, Phd.69b, Numen. ap. Eus.PE14.5, 26; ἡ σ. καὶ τὰ ἐνύπνια, compared as being both illusory, Arist.Metaph.1024b23; ἡ δημηγορικὴ λέξις ἔοικε τῇ σ., i.e. in being calculated for effect, Id.Rh.1414a8, cf. D.C.52.7.

German (Pape)

[Seite 897] ἡ, die Handlung, die Kunst des σκιαγράφος, Malerei mit richtiger Vertheilung von Schatten u. Licht, bes. perspectivische. – Übertr., Vorspiegelung, Blendwerk, Täuschung, indem man den Schatten für den Körper selbst ansieht, Plat. Phaed. 69 b Rep. X, 602 d; σκιαγραφίᾳ ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα περὶ αὐτά, Critia. 167 c; vgl. Arist. rhet. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dessin ou peinture avec une juste distribution d'ombre et de lumières ; fig. apparence trompeuse.
Étymologie: σκιαγραφέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιαγραφία -ας, ἡ [σκιαγραφέω] het schilderen met schaduweffect; overdr.: μὴ σ. τις ᾖ ἡ τοιαύτη ἀρετή misschien is een dergelijke kwaliteit wel een soort illusie Plat. Phaed. 69b.

Russian (Dvoretsky)

σκιᾱγρᾰφία: ἡ досл. теневой рисунок или набросок, изображение в перспективе, перен. видимость, иллюзия Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱγρᾰφία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ σκιαγράφου, (ὃ ἴδε)· σχέδιον, ἰχνογράφημα πρόχειρον δυνάμενον νὰ κάμῃ ἐντύπωσιν μακρόθεν θεωρούμενον, σκηνογράφημα, σκ. ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα Πλάτ. Κριτί. 107C· σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγράφειν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 365C, πρβλ. 602D, Φαίδων 69Β· ἡ σκιὰ καὶ τὰ ἐνύπνια, παραβάλλονται ὡς ἀπατῶντα ἀμφότερα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 2· ἡ δημηγορικὴ λέξις ἔοικε τῇ σκ., δηλ. κατὰ τὸν σκοπὸν ὃν ἔχει ὅπως κάμῃ ἐντύπωσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 12, 5.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σκιογραφία Α σκιαγράφος
1. η τέχνη του να σκιαγραφεί κανείς, του να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα
2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα
νεοελλ.
1. ζωγραφική απόδοση της σκιάς τών αντικειμένων
2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο χρώμα
3. (καλ. τεχν.) προσωπογραφία σε προφίλ κομμένη, συνήθως, από μαύρο χαρτί και τοποθετημένη σε ανοιχτόχρωμο φόντο, τεχνική που ήταν πολύ διαδεδομένη, ιδίως τον 18ο αιώνα, αλλ. σκιαγράφημα
4. μαθ. η σχεδίαση της σκιάς ενός σώματος, με υπολογισμούς και με εφαρμογή τών κανόνων της γεωμετρίας
5. φυσ. μέθοδος αποτύπωσης φωτογραφικού ειδώλου της σκιάς την οποία επιρρίπτει ένα σώμα κινούμενο με μεγάλη ταχύτητα, μέθοδος που εφαρμόζεται στη μελέτη ταχέων σωματιδίων στη θερμοκρασιακή χαρτογράφηση και στην ακτινογραφία.

Greek Monotonic

σκῐᾱγρᾰφία: ἡ (σκιαγράφος), σχέδιο ή ιχνογράφημα, τέτοιας μορφής ώστε να δημιουργεί εντύπωση από μακριά, σκηνική ζωγραφική, σε Πλάτ.

Middle Liddell

σκιᾱγρᾰφία, ἡ, σκιαγράφος
a sketch or rough painting, such as to produce an effect at a distance, scene-painting, Plat. [from σκιᾱ˘γράφος

English (Woodhouse)

outline, sketch, sketch in outline

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)