διέραμαι

Revision as of 11:30, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

A love passionately, c. gen., f. l. in Pl.Ax.370b (cf. διαίρω).

Greek (Liddell-Scott)

διέραμαι: ἀποθ., ἀγαπῶ ἐμπαθῶς ἢ ἐμμανῶς, μετὰ γεν., Πλάτ. Ἀξ. 370Β.

Greek Monolingual

διέραμαι (αποθ.) (Α) έραμαι
αγαπώ υπερβολικά.

Russian (Dvoretsky)

διέραμαι: страстно любить (τινος Plat. v. l.).