χρυσάνιος

Revision as of 13:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Dor. for χρυσήνιος (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

χρυσάνιος: Δωρ. ἀντὶ χρυσήνιος, Πίνδ.

French (Bailly abrégé)

dor. c. χρυσήνιος.

English (Slater)

χρῡσᾱνιος
   1 with golden reins πότνια θεσμοφόρε χρυσάνιον (sc. Φερσεφόνα: cf. Paus., 9. 23. 3, ἐν τούτῳ τῷ ᾄσματι ἄλλαι τε ἐς τὸν Ἅιδην εἰσὶν ἐπικλήσεις καὶ ὁ χρυσήνιος) fr. 37.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. χρυσήνιος.

Greek Monotonic

χρυσάνιος: Δωρ. αντί χρυσήνιος.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσάνιος: (ᾱ) дор. Pind. = χρυσήνιος.