πότνια
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
English (LSJ)
ἡ, poet. title of honour, used chiefly in addressing females, whether goddesses or women:
1 as substantive, = δέσποινα (cf. Apion ap.Apollon.Lex.), mistress, queen (v. sub fin.), πότνιαν ἁγνήν h.Cer. 203: mostly c. gen., πότνια θηρῶν (nom.) queen of wild beasts, of Artemis, Il.21.470; πότνια βελέων Pi.P.4.213; τὰν ἐρώτων πότνιαν, of Aphrodite, E.Fr.781.16 (lyr.); π. λαῶν, τοξοφόρων, Arat.112, Call. Fr.anon.338: without a gen., π. Αὔως Sapph.153; πότνι' Ἐρινύς A.Th.887 (lyr.), Eu.951 (anap.); πότνιαν ἐξαπαφὼν ἐμάν E.Ion704 (lyr.); [Ἱστίην] πότνιαν h.Ven.24; ναὶ τὰν πότνιαν Theoc.15.14: in voc., ὦ πότνι' Ἥρα A.Th.152 (lyr.); ὦ πότνια (sc. Ἀθηναία) Ar.Eq. 1170, al.; ὦ πότνι' E.IT533, Ar.Pax445; addressed to a mistress, AP5.269 (Paul.Sil.).
2 in plural of the Eumenides, ὦ πότνιαι δεινῶπες S.OC84; τὸ τῶν ποτνιέων ἱρόν Hdt.9.97; of Demeter and Kore, S. OC1050 (lyr.), Ar.Th.1149 (lyr.); θεσμοφόρους ἁγνὰς π. Inscr.Prien. 196.3.
3 as adjective, revered, august, in Hom. of Hebe, Enyo, Calypso, Circe, Il.4.2, 5.592, Od.1.14, 8.448; most freq. of Hera, Il.1.551, al., cf. Sapph.Supp.6.2; in Hes. of Hera, Tethys, and Peitho, Th.11, 368, Op.73; Τριτογένεια Id.Th.926; Νίκη Bacis ap.Hdt.8.77, cf. B. 11.5; π. μήτηρ Il.1.357, al., Od.6.30, al.; especially in invocation, π. γῆ Hom.Epigr.7.1; ὦ π. χθών A.Ch.722 (anap.), E.Hec.70 (anap.); μᾶτερ πότνια, addressed to Earth, S.Ph.395 (lyr.) (also of a bird, Mosch. 4.24); πότνια νύξ E.Or.174 (lyr.); ὦ πότνια λήθη τῶν κακῶν ib.213; Ἔνοσι πότνια Id.Ba.585 (lyr.); ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι' Ἄρτεμι Id.Med.160 (anap.); ὦ πότνια αἰδώς Id.IA821; ὦ πότνια μοῖρα καὶ τύχη ib.1136: the phrase πότνια συκῆ is used by Arist.Rh.1408a16 as a parody of Cleophon's style.—Mostly used in voc. [The first syllable is short in A.Th.152, Ch.722, E.Med. 160, Ion 873, al., Theoc. l. c., but elsewhere long, cf. πότμος: the final syllable always short in nom., voc., and acc.sg.]
German (Pape)
[Seite 690] ἡ, weiblicher Ehrentitel, bes. in Anreden oder Anrufungen an Göttinnen und sterbliche Frauen; substantivisch, Herrinn, Gebieterinn (vgl. πόσις, δεσπότης, wie es Apion auch erklärte, δέσποινα, verwandt mit potis, potens); Ἄρτεμις πότνια θηρῶν, Beherrscherinn des Wildes, Il. 21, 470; βελέων, Pind. P. 4, 213, von der Aphrodite; πότνια λαῶν, γυναικῶν u. dgl., Arat. 112; auch πότνια ἐμά, meine Gebieterinn, Eur. Ion 704; – häufiger adjectivisch; Hom. u. Hes.; stetes Beiwort der Hera, die erhabene, ehrwürdige Herrinn; u. so Aesch. Spt. 137; auch Ἥβη, Il. 4, 2; Ἐνυώ, 5, 592; Κίρκη, Καλυψώ, Od. 1, 14. 8, 448 u. sonst; u. sehr gewöhnlich πότνια μήτηρ, die ehrwürdige Frau Mutter; Hes. stets Beiwort einer Göttinn, der Hera, Athene, Tethys u. Peitho; Ἀγλαΐα, Pind. Ol. 14, 13; Μοῖσα, N. 3, 1; Ὥρα, 8, 1; Λιβύα, P. 9, 55; Ἐρινύς, Aesch. Eum. 911, u. öfter; ὦ πότνια χθὼν καὶ πότνι' ἀκτὴ χώματος, Ch. 711, wie πότνια μᾶτερ, von der Mutter Erde, Soph. Phil. 394; auch die Furien heißen ὦπότνιαι δεινῶπες, O. C. 84; u. Demeter u. Kora, 1053; πότνι' Ἀρά, El. 111; πότνια νύξ, Eur. Or. 174; Ἠλέκτρα, 851; Ἄρτεμις, Med. 160; αἰδώς, I. A. 821; auch πότνια τύχη, 1136, u. λίμνης Τριτωνιάδος πότνιαν ἀκτήν, Ion 873; Ar. oft, vgl. Equ. 1166 Pax 437. 512 Ran. 337; Nike, Orak. des Bakis bei Her. 8, 77, bei dem Πότνιαι, gen. Ποτνιέων, 9, 97, euphemistische Benennung der Eumeniden ist; häufiger werden unter Πότνιαι Demeter u. Kora verstanden, Reisig Enarr. Soph. O. C. 1045. – Der superl. ποτνιωτάτη steht als Beiwort der Stadt Lindos in einem Briefe des Kleobulus bei D. L. 1, 93. – Ein mascul. πότνιος scheint es nie gegeben zu haben; die VLL. erkl. πότνα, δέσποινα, πότνια, σεμνή, ἔντιμος.
French (Bailly abrégé)
ας;
1 subst. ἡ πότνια, maîtresse, souveraine ; πότνια θηρῶν IL souveraine des bêtes sauvages ; αἱ πότνιαι les souveraines en parl. des Euménides, ou de Déméter et de Corè;
2 adj. f. auguste, sainte, sacrée, vénérable, ép. des déesses, d'une femme âgée, de choses personnifiées (terre, nuit, pudeur).
Étymologie: R. Ποτ, être le maître ; cf. lat. potis, potens.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πότνια -ας, ἡ [2. πόσις] soms ποτν - meestal in aanspreekvorm heerseres, meesteres, van godin:; πότνια θηρῶν heerseres der dieren Il. 21.470; ναὶ τὰν πότνιαν bij de godin! Theocr. Id. 15.14; in plur. van Eumeniden. Soph. OC 84. adj. eerbiedwaardig, machtig:. τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ want die (naam) had zijn eerbiedwaardige moeder hem gegeven Od. 18.5; ὦ πότνια Χθών machtige aarde! Aeschl. Ch. 722.
Russian (Dvoretsky)
πότνια:
I adj. f
1 могущественная, великая (Ἣρα Aesch.; Καλυψώ Hom.; Μοῖσα Pind.; π. νύξ, π. μοῖρα καὶ τύχη Eur.): π. λήθη τῶν κακῶν Eur. великое забвение зол (о сне);
2 глубокопочитаемая, высокочтимая (μήτηρ Hom.).
II ἡ (ион. gen. pl. ποτνιέων) владычица, повелительница, госпожа: π. θηρῶν Hom. = Ἄρτεμις; ἐρώτων π. Eur. = Ἀφροδίτη; πότνιαι δεινῶπες Soph. = Ἐρινύες; εὔφρονες πότνιαι Arph. = Δημήτηρ καὶ Κόρη.
English (Autenrieth)
voc. πότνα (cf. πόσις 2, δέσποινα): mistress, queen, θηρῶν, Artemis, Il. 21.470; freq. as honorable title or epithet of goddesses and women, πότνα θεά, ‘mighty’ goddess (cf. ‘our Lady’), πότνια μήτηρ, ‘revered,’ ‘honored,’ Od. 18.5.
English (Slater)
πότνῐα (nom., voc.) lady of divinities. ὦ πότνἰ Ἀγλαία (O. 14.13) “εὐρυλείμων πότνια Λιβύα” (P. 9.55) ὦ πότνια Μοῖσα (N. 3.1) “Ωρα πότνια (N. 8.1) πότνια θεσμοφόρε (Persephone) fr. 37. ὦ πότνια (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.10) add. gen., πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων Κυπρογένεια (P. 4.213)
Spanish
Greek Monolingual
ἡ, τ. κλητ. και πότνα, Α
(ως τιμητική προσφώνηση θεάς ή εξέχουσας θνητής γυναίκας)
1. ως ουσ. βασίλισσα, δέσποινα, κυρία
2. ως επίθ. τιμημένη, σεβαστή, μεγαλοπρεπής
3. στον πληθ. ως κύριο όν. αἱ Πότνιαι
α) προσωνυμία τών Ευμενίδων
β) πόλη της αρχαίας Βοιωτίας, αλλ. Ποτνιαί
4. φρ. α) «πότνια θηρῶν»
(για την Άρτεμι) η βασίλισσα τών άγριων ζώων
β) «πότνια ἐρώτων»
(για την Αφροδίτη) η θεά του έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαϊκού τύπου όν. πότνια αποτελεί, κατά την πιθανότερη άποψη, θηλ. της λ. πόσις, παρά τις μορφολογικές και σημασιολογικές διαφορές (βλ. και λ. πόσις), και αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. patnī- «κυρία, θεά», αβεστ. paθnī «κυρία, οικοδέσποινα», καθώς και με συνθ. τ. όπως: αρχ. ινδ. vīra-patnī «σύζυγος του ήρωα», λιθουαν. viešpatni «κυρία του σπιτιού». Κατά μία άποψη, οι τ. πότνια, αρχ. ινδ. patńī προήλθαν από έναν ΙΕ τ. pot-inī (βλ. πόσις), σχηματισμένο κατά τα θηλ. της Ινδοευρωπαϊκής σε -inī, με συγκοπή του -ι-. Η λ. πότνια απαντά συνήθως ως προσωνυμία θεοτήτων (πρβλ. και τη χρήση της λ. στη Μυκηναϊκή ως επίθ. της Αθηνάς και άλλων θεοτήτων με τη μορφή potinija) και σπανιότερα με τη σημ. «κυρία του σπιτιού», για την οποία χρησιμοποιείται η λ. δέσποινα. Τέλος, ο δισύλλαβος τ. της κλητ. πότνα οφείλεται σε μετρικούς λόγους και σχηματίστηκε με αποβολή του συνιζανόμενου φωνήεντος -ι- λόγω της ταχύτερης προφοράς της λ.].
Greek Monotonic
πότνιᾰ: ἡ (από την ίδια ρίζα όπως πόσ-ις, δεσ-πότ-ης), ποιητ. τίτλος τιμής· χρησιμ. κυρίως σε προσφωνήσεις θεών ή θνητών γυναικών:
1. = δέσποινα, κυρία, βασίλισσα, με γεν., πότνια θηρῶν (ονομ.), βασίλισσα των άγριων θηρίων, Λατ. potens ferarum, σε Ομήρ. Ιλ.· πότνια βέλεων, σε Πίνδ.· απόλ., πότνι' Ἐρινύς, σε Αισχύλ.· συχνά με κλητ.· ὦ πότνι' Ἥρα, στον ίδ.· ὦ πότνια (ενν. Ἀθηναία), σε Αριστοφ.· στον πληθ., λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Ηρόδ., Σοφ.· επίσης λέγεται για τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, σε Σοφ. κ.λπ.
2. ως επίθ., σεβάσμιος, σεπτός, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
πότνια: ἡ· (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. πόσις)· ― ποιητ. τιμητικὴ προσφώνησις, ἐν χρήσει κυρίως ὅταν προσαγορεύῃ τις θεὰς ἢ θνητὰς γυναῖκας: 1) ὡς οὐσιαστ., = δέσποινα (ὡς ὁ Ἀπίων πρὸ πολλοῦ ἡρμήνευσε) κυρία, βασίλισσα (ἴδε ἐν τέλ.), πότνιαν ἁγνὴν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 203· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., πότνια θηρῶν (ὀνομ.), βασίλισσα τῶν ἀγρίων θηρίων, Λατ. potens ferarum, Ἰλ. Φ. 470· πότνια βελέων Πινδ. Π. 4. 380· τὰν ἐρώτων πότνιαν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 16· π. λαῶν Ἄρατ. 112· ― ἄνευ γενικῆς, πότνι’ Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 887, Εὐμ. 951· ὁ πότνιαν ἐξαπαφὼν ἐμὰν Εὐρ. Ἴων 703· πότνιαν, ἣν ἐμνῶντο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 24· θεσμοφόρους ἀγνὰς ποτνίας Ἐπιγρ. Πριήνης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2907· συχν. ἐν τῇ κλητ., ὦ πότνι’ Ἥρα Αἰσχύλ. Θήβ. 152· ὦ πότνια (ἐξυπ. Ἀθηναία)· Ἀριστοφ. Ἱππ. 1170, κ. ἀλλ. ὦ πότνι’ Εὐρ. Ι. Τ. 533, Ἀριστοφ. Εἰρ. 445· ὦ πότνια ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1170, ἴδε κατωτ.· ― ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων (ἀλλ’ ἴδε Ποτνιαὶ ΙΙ), ὦ πότνιαι δεινῶπες Σοφ. Ο. Κ. 84· τὸ τῶν ποτνιέων ἱρὸν Ἡρόδ. 1. 97· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Δήμητρος καὶ Κόρης, Σοφ. Ο. Κ. 1050, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1149· ὡσαύτως λεγόμενον πρὸς ἐρωμένην, Ἀνθ. Π. 5. 270, πρβλ. 254, 286. 2) ὡς ἐπίθ. κατὰ τὸν Ἀπίωνα, = τιμία, σεβασμία, σεβαστὴ, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῶν θεαινῶν Ἀρτέμιδος, Ἥβης, Ἐνυοῦς, Κίρκης, Καλυψοῦς, ἀλλὰ συχνότατα ἐπὶ τῆς Ἥρας· οὕτω παρ’ Ἡσιόδ., ἐπὶ τῆς Ἥρας, τῆς Ἀθηνᾶς, τῆς Τηθύος καὶ τῆς Πειθοῦς· ἐπὶ τῆς Νίκης, χρησμὸς Βάκιδος παρ’ Ἡροδ. 8. 77· πότνια μήτηρ, συχν. παρ’ Ὁμ.· ― συχν. ὡσαύτως παρὰ Πινδ., καὶ τοῖς Τραγ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ θεαινῶν, μάλιστα ἐν ἐπικλήσεσι, π. γῆ Ὅμ. Ἐπιγράμμ. 7. 1· ὦ π. χθὼν Αἰσχύλ. Χο. 722, Εὐρ. Ἑκ. 70, πρβλ. Ἴωνα 873· μᾶτερ π., ἀποτεινόμενον εἰς τὴν Γῆν, Σοφ. Φιλ. 395· π. νὺξ Εὐρ. Ὀρ. 174· ὦ π. λήθη τῶν κακῶν αὐτόθι. 213· ἔνοσι π. ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 585· ὦ π. αἰδὼς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 821· ὦ π. μοῖρα καὶ τύχη αὐτόθι 1136· ― ἡ φράσις π. συκῆ (παρὰ Κλεοφῶντι ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 7, 2) ὡς μὴ ἁρμόζουσα εἰς εὐτελῆ πράγματα. Ἡ λέξις εἶναι κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ κλητ.· καὶ ἀρσ. δέ τις τύπος πότνιε ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς Ὕμν. 10. 20., 16. 8. ― Ἀντὶ τοῦ ὑπερθ. ποτνιωτάτη ἐν Κλεοβούλ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 93 (ἔνθα εἶναι ἐπίθ. τῆς Λίνδου) ὁ Ahrens διορθοῖ ἐξ ἀντιγράφων ποτανιωτάτη.
ΙΙ. ὁ τύπος πότνᾰ ἀπαντᾷ ἐν τῇ φράσει πότνα θεά, Ὀδ. Ε. 215, Ν. 391, Υ. 61, ἔνθα ὁ Wolf ἀνεγίνωσκε πότνια θεά, λαμβάνων τὸ θεὰ ὡς μονοσύλλαβ.· ἀλλὰ βεβαιοῦται ἡ γραφὴ πότνα ἐκ τῆς φράσεως πότνα θεάων, κατὰ τὸ δῖα θεάων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 118· πότνα θεῶν· Εὐρ. Βάκχ. 370· οὕτως ἐν Τρῳ. 293, Ἴωνι 457, Θεόκρ. 2. 69, καὶ ἐν πολλοῖς χωρίοις τῶν μεταγεν. Ἐπικ. τὸν τύπον πότνα ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον. Ὁ τύπος οὗτος εὕρηται μόνον ἐν τῇ κλητ., πλὴν ἐν Θεοκρ. 15. 14. ― ἔνθα ὅμως ὁ Meineke διορθοῖ πότνιαν ἀντὶ πότναν. Τὴν πρώτην συλλαβὴν ἔχει μακρὰν ὁ Θεόκρ., ἀλλ’ εἶναι βραχεῖα ἐν παλαιοτέροις ποιηταῖς, πρβλ. πότμος· τὸ τελικὸν α ἀείποτε βραχύ, πρβλ. ὄμπνιος ἐν τέλ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: lady, mistress, especially of godesses (ep. poet. Il.).
Other forms: Myc. potinija. On Myc. adj. potinijawejo Lejeune Par. del Pass. 17, 401 ff. - On πότνα, disyll. = πότνι̯α (Od. a.o.), orig. only in voc. πότνα θεά(?), where it was metr. condit., Schwyzer 559 Zus. 2, Chantraine Gramm. hom. 1, 170, Sjölund Metr. Kürzung 9 f.
Derivatives: ποτνιάδες pl. id. (E.; after μαινάδες a.o., Chantraine Form. 355 a. 357); ποτνιάομαι beseech (a goddess), to wail, to lament, especially of women (late prose; on the meaning Mras Glotta 12, 67f.) with -ασμοί pl. (Str.), -ασις f. (Poll.) wail, -αστής m. lamenter (Phld.); also -άζομαι in ποτνιάζου εὔχου, παρακάλει H. -- ON Ποτνιαί f. pl. Boeot. town-name (Paus.), called after the Πότνιαι (Demeter and Kore); from it adj. Ποτν-ιάς (A. a.o.) and PN -εύς (Paus.; Bosshardt 108).
Origin: IE [Indo-European] [842] *potis lord, husband
Etymology: Identical with Skt. pátnī f. Mistress, goddess, Av. paʮnī f. mistress, OLith. vieš-patni f. (high) woman, mistress: IE *pótnih₂. Orig. fern. of IE *pótis lord, husband in πόσις husband, from which πότνια mistress, goddess became removed. On IE fem. in -nī s. (w. rich lit.) Szemerényi Syncope in Greek and I.-Eur. 391 ff., who rejects the asumption of an IE cons.stem *pot- beside *poti- (but whose explanation of *pótnī as a late IE syncope of *póti-nī is less convincing).
Middle Liddell
πότνια, ης, ἡ, [from same Root as πόσις, δεσπότης
a poet. title of honour, used chiefly in addressing goddesses or ladies:
1. = δέσποινα, mistress, queen, c. gen., πότνια θηρῶν (nom.) queen of wild beasts, Lat. potens ferarum, Il.; πότνια βελ/εων Pind.: absol., πότνι' Ἐρινύς Aesch.; often in voc., ὦ πότνι' Ἥρα Aesch.; ὦ πότνια (sc. Ἀθηναίἀ Ar.:—in pl. of the Eumenides, Hdt., Soph.; also of Demeter and Proserpine, Soph., etc.
2. as adj. revered, august, Hom.
Frisk Etymology German
πότνια: {pótnia}
Forms: myk. po-ti-ni-ja. Zu πότνα, zweisilbig = πότνι̯α (Od. u.a.), urspr. nur im Vok. πότνα θεά, wo vom Metrum bedingt, Schwyzer 559 Zus. 2, Chantraine Gramm. hom. 1, 170, Sjölund Metr. Kürzung 9 f.
Grammar: f.
Meaning: Herrin, Herrscherin, bes. von Göttinnen (ep. poet. seit Il.);
Derivative: Davon ποτνιάδες pl. ib. (E.; nach μαινάδες u.a., Chantraine Form. 355 u. 357); ποτνιάομαι ‘(eine Göttin) anflehen, wehklagen, jammern’, bes. von Frauen (sp. Prosa; zur Bed. Mras Glotta 12, 67f.) mit -ασμοί pl. (Str.), -ασις f. (Poll.) Wehklage, -αστής m. der Wehklagende (Phld.); auch -άζομαι in ποτνιάζου· εὔχου, παρακάλει H. Zum myk. Adj. po-ti-ni-ja-we-jo Lejeune Par. del Pass. 17, 401 ff. — ON Ποτνιαί f. pl. böot. Stadtname (Paus.), nach den Πότνιαι (Demeter und Kore) benannt; davon Adj. Ποτνιάς (A. u.a.) und PN -εύς (Paus.; Bosshardt 108).
Etymology: Mit aind. pátnī f. Herrin, Göttin, aw. paϑnī f. Herrin, alit. vieš-patni f. ‘(hohe) Frau, Herrin’ identisch: idg. *pótnī. Urspr. Fern. zu idg. *pótis Herr, Gatte in πόσις Gatte, von dem sich πότνια Herrin, Göttin sowohl lautlich wie begrifflich entfernt hat. Zum idg. Fem. auf -nī s. zuletzt (m. reicher Lit.) Szemerényi Syncope in Greek and I.-Eur. 391 ff., der die Ansetzung eines idg. Kons.stammes *pot- neben *poti- mit Recht ablehnt aber weit weniger glücklich *pótnī als eine spätidg. Synkopierung von *póti-nī betrachten will.
Page 2,586-587
English (Woodhouse)
in invocations to goddesses, in invocations
Léxico de magia
ἡ señora ref. a Ártemis Ἄρτεμι, ἣ καὶ πρόσθεν ἐπίσκοπος ἦσ<θ>α, μεγίστη, π. Ártemis, tú que también antes fuiste guardiana, la más grande, señora P IV 2722 ref. a Afrodita ἡμετέρη βασίλεια, θεά, μόλε ταῖσδ' ἐπαοιδαῖς, π. reina nuestra, diosa, ven a estas invocaciones, señora P IV 2927 SM 72 2.24 (fr. lac.) ref. a la Tierra SM 54 29