Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
ναῡσθλον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ναῡλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦ-ς «πλοίο» + επίθημα -θλον (πρβλ. ἔδεθλον, θύσθλα, θέμεθλα). Το -σ- του τ. είναι μεταγενέστερο (πρβλ. ναύ-σ-της)].