θέμεθλα
English (LSJ)
τά, (τίθημι) foundations, lowest part, ὀφθαλμοῖο θέμεθλα roots of the eye, Il.14.493; στομάχοιο θέμεθλα 17.47; Ὠκεανοῖο θέμεθλα Hes.Th.816; Ἄμμωνος θέμεθλα the place where Ammon stands, i.e. his temple, Pi.P.4.16; Παγγαίου θέμεθλα the roots of Mt. Pangaeus, ib.180; δίκης Sol.4.14; ἐκ θεμέθλων, Lat. funditus, Simm.25.4: dub. in sg., Call.Dian.248 (leg. θέμειλον).
Russian (Dvoretsky)
θέμεθλα: τά основа, основание: οὖτα κατ᾽ ὀφθαλμοῖο θ. Hom. (Илионея Пенелей) поразил в самое основание глаза; κατὰ στομάχοιο θ. νύξε Hom. (Менелай Эвфорбу) вонзил (копье) в самое горло; θ. Ὠκεανοῖο Hes. глубина (дно) Океана; Ἄμμωνος θ. Pind. место, где стоит храм Аммона; Παγγαίου θ. Pind. подножие горы Панген; ἐκ θεμέθλων Anth. с самого основания.
Greek (Liddell-Scott)
θέμεθλα: τά, (τίθημι) τὰ θεμέλια, τὸ κατώτατον μέρος, ὁ πυθμήν, ἡ ἕδρα, τὸ βάθρον, ὀφθαλμοῖο θέμεθλα, ἡ βάσις, ἡ κόγχη, ἡ ἕδρα τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἰλ. Ξ. 493· στομάχοιο θέμ., τὰ ἔσχατα μέρη τοῦ λαιμοῦ, λάρυγξ, Ρ. 47· Ὠκεανοῖο θέμ. Ἡσ. Θ. 816· Ἄμμωνος θέμ., τὸ μέρος ἔνθα ἵσταται ὁ Ἄμμων Ζεὺς (δηλ. ὁ ναὸς αὐτοῦ), Πίνδ. Π. 4. 28· Παγγαίου θέμ., οἱ πόδες τοῦ ὄρους Παγγαίου, αὐτόθι 320· θ. δίκης Σόλων 3. 14· ἐκ θεμέθλων, Λατ. funditus, Ἀνθ. Π. 15. 22, 11· - σπάν. ἐν τῷ ἑν., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 248 (μετὰ διαφ. γραφ. θέμειλον).
English (Autenrieth)
and θεμείλια (τίθημι), pl.: foundations, base; ‘roots,’ ‘bed,’ στομάχοιο, ὀφθαλμοῖο, Ρ, Il. 14.493.
English (Slater)
θέμεθλα (τά)
a foundations “Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” i. e. temple (P. 4.16)
b foothills ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ναιετάοντες (Boeckh: θέμεθλα vel om. codd.) (P. 4.180) ]ε Παρνασσοῦ θεμε[θλ ?fr. 338. 5.
Greek Monotonic
θέμεθλα: τά (√ΘΕ του τίθημι), θεμέλια, βάσεις, το χαμηλότερο τμήμα, πάτος· ὀφθαλμοῖο θέμεθλα, κόγχη, η «έδρα» του ματιού, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἄμμωνος θέμεθλα, το μέρος στο οποίο στέκεται ο Άμμωνας, δηλ. ο ναός του, σε Πίνδ.· Παγγαίου θέμεθλα, οι πρόποδες του όρους Παγγαίο, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: fundaments, basis also metaph. (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [235] *dʰeh₁- set, lay
Etymology: Also θεμείλια n. pl. id. (Il.), metr. lengthening of θεμέλια, adj. θεμέλιος belonging to the fundaments, as subst. (sc. λίθος) foundation-stone (Att.) with θεμελιόω lay the basis (X.), θεμελίωσις fundament (LXX ). Through poetical-archaising backformation arose θέμειλον (AP) with the same meaning, -α (verse-inscr. Adana). Formations with θλο- and λο- from a nominal m-stem; cf. θεμούς s. θεμόω; on the formation of θεμέλιος also Frisk Eranos 41, 51ff. Cf. also θέμερος, θέμις.- S. also Rix in F. Steiner, Forsch. z. antiken Sklaverei (1994) 35-53
Middle Liddell
θέμεθλα, τά, [!θε, Root of τίθημι
the foundations, lowest part, bottom, ὀφθαλμοῖο θέμεθλα the very bottom, roots of the eye, Il.; Ἄμμωνος θέμ. the place where Ammon stands, i. e. his temple, Pind.; Παγγαίου θέμ. the roots of Mt. Pangaeus, Pind.
Frisk Etymology German
θέμεθλα: {thémethla}
Grammar: n. pl.
Meaning: Fundamente, Grundlage auch übertr. (ep. poet. seit Il.).
Etymology: θεμείλια n. pl. ib. (ep. poet. seit Il.), metrische Dehnung von θεμέλια, Adj. θεμέλιος zu den Fundamenten gehörig, als Subst. (sc. λίθος) Grundstein (att. hell. usw.) mit θεμελιόω den Grund legen (X., LXX usw.), θεμελίωσις Grundlegung (LXX usw.). Durch poetisch-archaisierende Rückbildung entstand das gleichbedeutende θέμειλον (AP), -α (Versinschr., Adana). Bildungen mit θλο- bzw. λο-Suffix aus einem nominalen μ-Stamm; vgl. θεμούς s. θεμόω; zur Bildung von θεμέλιος noch Frisk Eranos 41, 51ff. Vgl. auch θέμερος, θέμις.
Page 1,660