ναύσθλον

Revision as of 20:21, 4 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ναῡλ" to "ναῦλ")

Greek Monolingual

ναῡσθλον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ναῦλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦ-ς «πλοίο» + επίθημα -θλον (πρβλ. ἔδεθλον, θύσθλα, θέμεθλα). Το -σ- του τ. είναι μεταγενέστερο (πρβλ. ναύ-σ-της)].