εκτενή
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
Greek Monolingual
ἐκτενή, η (Μ)
εκκλ. οι έξι δεήσεις («Εἴπωμεν πάντες... Ἐλέησον ἡμᾱς ὁ Θεός... Ἔτι δεόμεθα... κ.λπ.» και οι έξι «αιτήσεις» «Τὴν ἡμέραν πᾱσαν τελείαν, ἁγίαν... κ.λπ.»).