εκτενή

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

ἐκτενή, η (Μ)
εκκλ. οι έξι δεήσεις («Εἴπωμεν πάντες... Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός... Ἔτι δεόμεθα... κ.λπ.» και οι έξι «αιτήσεις» «Τὴν ἡμέραν πᾶσαν τελείαν, ἁγίαν... κ.λπ.»).