ἐθελουσίως
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
French (Bailly abrégé)
adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθελούσιος.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελουσίως: Xen. = ἐθελοντηδόν.