cataract
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. καταρράκτης, ὁ, χειμάρρους, ὁ, V. ῥεῖθρον χείμαρρον, τό, καταβασμός, ὁ, καταβαθμός, ὁ.