καταβαθμός
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ὁ, descent, a name of the steep slope which separates Egypt and Nubia, and causes the Cataracts, A.Pr.811 (in Att. form Καταβασμός), Plb.31.18.9, Str.17.1.5, Abh.Berl.Akad.1925(5).6 (Cyrene).
German (Pape)
[Seite 1338] ὁ, das Herabsteigen, scheint aber nur als nom. pr. (w. m. s.) vorzukommen.
Russian (Dvoretsky)
καταβαθμός: ὁ Polyb. = καταβασμός.
Greek (Liddell-Scott)
καταβαθμός: ὁ, κατάβασις, ὄνομα τῆς κρημνώδους κατωφερείας ἥτις χωρίζει τὴν Αἴγυπτον ἀπὸ τῆς Νουβίας καὶ σχηματίζει τοὺς καταρράκτας, Αἰσχύλ. Πρ. 811 (ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ Καταβασμός), Πολύβ. 31. 26, 9, Στράβ. 791, Sallust. Jug. 17 καὶ 19· πρβλ. Κατάδουποι.
Greek Monolingual
ο (Α καταβαθμός και αττ. τ. καταβασμός)
μέρος από το οποίο κατεβαίνει κάποιος, κατηφορική δίοδος, κατάβαση
νεοελλ.
ναυτ. μέρος ακτής χωρίς λιμάνι, κατάλληλο όμως για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων, κν. σκάλα
αρχ.
ως κύριο όν. ὁ Καταβαθμός
κρημνώδης κατωφέρεια που χωρίζει την Αίγυπτο από τη Νουβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βαθμός «βήμα, σκαλοπάτι» (< θ. βα του βαίνω που εμφανίζεται και σε άλλα παράγωγά του, πρβλ. βάθρον) + επίθημα -θμός (πρβλ. ρυθμός, σταθμός)].
Greek Monotonic
καταβαθμός: Αττ. -βασμός, ὁ, κατάβαση, κατέβασμα, κατήφορος, όνομα απότομης κατηφόρας που χωρίζει την Αίγυπτο απο τη Νουβία, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
a descent, name of the steep descent from Nubia to Egypt, Aesch.