ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
adv.à la manière des Lacédémoniens, laconiquement.Étymologie: Λακωνικός.
λᾰκωνικῶς: кратко, сжато, лаконично (συντόμως καὶ λ. Diod.).