irreflexivamente
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
Spanish > Greek
ἀμεταμέλητος, ἀβούλευτος, ἀπεριμερίμνως, ἀφραδής, ἀπερινόητος, ἀνεπιλόγιστος, ἀλόγιστος, ἀσκεπτί, ἀμελέτητος, ἄσκεπτος, ἀνεπίστατος, ἀπερίσκεπτος, ἄβουλος, ἄσκοπος