ἀμελέτητος
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ἀμελέτητον, unpractised, unprepared, περί τινος Pl.Smp. 172a: c. inf., ἀ. ἐν ταῖς ἡδοναῖς καρτερεῖν Id.Lg.635c, cf. Procop.Goth.1.9; τινός, πρός τι, Luc.Cont.7, Tox.29, Arist.SE175a26: abs. of horses, untrained, X. Eq.Mag.1.19, al. Adv. ἀμελετήτως, ἔχειν τινός Jul.Or.1.2d. Adv. ἀμελετήτως, ἔχειν to be unprepared, Pl.Smp. 173c.
Spanish (DGE)
-ον
1 no entrenado, no preparado, no ducho c. giro preposicional περὶ ὧν πυνθάνεσθε οὐκ ἀ. Pl.Smp.172a, ἀ. πρὸς οὕτω σκληρὰν τὴν δίαιταν Luc.Tox.29, πρὸς τοῦτο (la pobreza), D.Chr.40.2
•c. inf. ἀμελέτητοι ... καρτερεῖν no preparados para resistir Pl.Lg.635c
•c. ac., ἀ. ταῦτα X.Eq.Mag.8.3
•abs., X.Eq.Mag.1.19, 3.8, Arist.SE 175a26, Poll.1.158, ἐξ ... ἀμελετήτου προπετείας θρασύνονται se atreven por su audacia y su falta de preparación D.C.62.9.2
•c. gen. ἀ. ... τῶν Ὁμήρου Luc.Cont.7, τῶν καλλίστων μαθημάτων Luc.Gall.18, τῶν τι προλέγειν ἐπαγγελλομένων Procop.Goth.1.9.3
•neutr. adv. καὶ μὴ ἀμελέτητον ἐπελθὸν ταράξῃ σφόδρα αὐτούς no fuese a ser que sobreviniendo (la pasión de Cristo) sin previa preparación les conturbara a ellos (a los discípulos) mucho Chrys.M.58.617.
2 adv. ἀμελετήτως = sin preparación ἀ. ἔχω no estoy preparado Pl.Smp.173c, pero ὅπου μὲν μεμελέτηκας, ἐκεῖ κρείττων γένῃ σεαυτοῦ, ὅπου δ' ἀμελετήτως ἔχεις, ἐκεῖ δ' ὁ αὐτὸς διαμένεις en lo que te has ejercitado, te has superado a ti mismo, pero en lo que no te ejercitas permaneces el mismo Arr.Epict.2.16.4
•irreflexivamente καθάλλεσθαι Aesop.43.1, cf. 9.1, ἐπελθεῖν Aesop.83.1, cf. tb. Poll.1.159.
German (Pape)
[Seite 121] ungeübt, Plat. Legg. I, 635 c; Xen. öfter von Pferden; πρός τι Luc. Tox. 29; Ὁμήρου Char. 7; neben ἀπαίδευτος τῶν καλλίστων μαθημάτων Gall. 18; οὐκ ἀμ. περὶ ὧν πυνθάνεσθε, nicht unvorbereitet auf das, was ihr fragt, Plat. Conv. 172 a; ebenso ἀμελετήτως ἔχω 173 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non exercé, non préparé.
Étymologie: ἀ, μελετάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμελέτητος: необученный, неподготовленный (περί τινος и ἔν τινι Plat., τινος и πρός τι Luc.): οὐκ ἀ. ἀγωνίζεσθαι περί τινος Xen. подготовленный к борьбе за что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμελέτητος: -ον, ὁ μὴ μελετήσας, ὁ μὴ ἀσκηθείς, ἀγύμναστος, ἀπροετοίμαστος, περί τινος, ἔν τινι Πλάτ. Συμπ. 172Α, Νόμ. 635C· τινος, πρός τι Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 7, Τόξ. 29, Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 16. 5· ἀπολ. ἐπὶ ἵππων, ἀγύμναστος, Ξεν. Ἵππαρχ. 1. 19, καὶ ἀλλ.:- Ἐπίρρ. ἀμελετήτως ἔχειν, εἶναί τινα ἀμελέτητον, ἀπαράσκευον, Πλάτ. Συμπ. 173C.
Greek Monolingual
-η -ο (Α ἀμελέτητος, -ον)
αυτός που δεν μελέτησε, δεν προετοιμάστηκε, αδιάβαστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μελετήθηκε, δεν υπολογίστηκε με ακρίβεια ή δεν καταστρώθηκε λεπτομερώς
2. ως ουσιαστικό ευφημιστικό για κάτι που δεν μπορεί να κατονομάσει κανείς από δεισιδαιμονία, πρόληψη ή ντροπή και ειδικά: α) (το αρσ.) ο αμελέτητος
ο διάβολος
β) (το θηλυκό) η αμελέτητη
η ασθένεια ευλογιά ή και ελονοσία
γ) (το ουδέτερο στον ενικό) το αμελέτητο
το ποντίκι, το αγγούρι, το σκόρδο, το ραπάνι, το ξίδι και οι ασθένειες άνθρακας, έρπης, επιληψία, καρκίνος
δ) (το ουδ. στον πληθ.) τα αμελέτητα
οι όρχεις
αρχ.
1. (για άλογα) ανάσκητος, αγύμναστος
2. επίρρ. ἀμελετήτως ἔχω
είμαι αμελέτητος, απροετοίμαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μελετῶ.
ΠΑΡ. ἀμελετησία.
Greek Monotonic
ἀμελέτητος: -ον (μελετάω), αγύμναστος, απροετοίμαστος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Translations
unprepared
Armenian: անպատրաստ; Bulgarian: неподготвен; Czech: nepřipravený; Danish: uforberedt; Dutch: onvoorbereid; Finnish: valmistautumaton; German: unvorbereitet; Gothic: 𐌿𐌽𐌼𐌰𐌽𐍅𐌿𐍃; Greek: απροετοίμαστος; Ancient Greek: ἀμελέτητος, ἀπαρασκεύαστος, ἀπαράσκευος, ἀπόχειρος, ἄσκευος, αὐτοκάβδαλος; Hungarian: felkészületlen; Irish: neamhullamh, anullamh; Latin: imparatus; Norwegian Bokmål: uforberedt; Polish: nieprzygotowany; Russian: неподготовленный, неготовый; Slovak: nepripravený; Ukrainian: непідготовлений