ευήνωρ
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
εὐήνωρ και δωρ. τ. εὐάνωρ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διεγείρει ή δυναμώνει τον άνδρα (α. «φέρον δ' εὐήνορα οἶνον» β. «φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν», Ομ. Οδ.)
2. (για πόλη, χώρα κ.λπ.) εύανδρος («ἐν εὐάνορι Λυδοῡ Πέλοπος ἀποικία», Πίνδ.)
3. φρ. (για τον δούρειο ίππο με τους γενναίους πολεμιστές) «φυὴν εὐήνορος ἵππου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήνωρ, αρχαία μορφή του ανήρ ως β' συνθετικού (πρβλ. αγήνωρ, φθεισήνωρ)].