ἀμφιετίζομαι

Revision as of 16:19, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

English (LSJ)

Pass., A return yearly, of festivals, Hsch., EM90.27:—also ἀμφι-ετηρίζομαι, Cratin.2D.

German (Pape)

[Seite 139] auch ἀμφιετέομαι, jährlich wiederkehren, bes. von Festen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιετίζομαι: Παθ., ἐπὶ ἑορτῶν, πανηγυρίζομαι ἐτησίως, «ἀμφιετιζομένας, τὰς κατ’ ἐνιαυτὸν περιερχομένας.» Ἡσυχ., Ἐτυμολ. Μ.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀμφιετάζομαι EM 1185
volver anualmente de las estaciones, Archil.91 (= Cratin.8A), de festividades, Hsch., EM l.c.
en gener., Eust.1385.1.

Greek Monolingual

ἀμφιετίζομαι και -ετηρίζομαι (Α)
ξανάρχομαι κάθε χρόνο, πανηγυρίζομαι κατ’ έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ἀμφιετίζομαι < ἀμφιετής
ἀμφιετηρίζομαι < ἀμφιέτηρος.