περιεσκεμμένος
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Russian (Dvoretsky)
περιεσκεμμένος: [part. pf. к περισκέπτομαι
1) внимательно исследующий Sext.;
2) осмотрительный, благоразумный Luc.