περισκέπτομαι
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
German (Pape)
[Seite 591] umher oder um sich sehen, sich bedenken, erwägen, εὖ περισκέψασθαι ὅτι, Her. 1, 120; Plat. Prot. 318 a; dah. περιεσκεμμένος, umsichtig, bedachtsam, Luc. hist. scrib. 59.
French (Bailly abrégé)
regarder autour de soi, examiner avec soin, acc.;
part. περιεσκεμμένος, η, ον circonspect, prudent.
Étymologie: περί, σκέπτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σκέπτομαι, zie ook περισκοπέω, opmerken, onderzoeken; ptc. perf. med. περιεσκεμμένος weloverwogen.
Russian (Dvoretsky)
περισκέπτομαι: досл. осматриваться вокруг, оглядываться, перен. всесторонне обдумывать, взвешивать Plat.: εὖ περισκεψάμενος Her. тщательно обдумав дело - см. тж. περιεσκεμμένος.
Greek (Liddell-Scott)
περισκέπτομαι: ἴδε ἐν λ. περισκοπέω.
Greek Monolingual
ΝΑ
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) περιεσκεμμένος, -η, -ο(ν)
προσεκτικός, φρόνιμος, συνετός, μελετημένος
αρχ.
1. (σε αχρησία ο ενεστ., αντί του οποίου χρησιμοποιείται το περισκοπῶ) σκέπτομαι κάτι καλά, μελετώ με προσοχή, εξετάζω με περίσκεψη («συμβουλεύσατέ μοι εὖ περισκεψάμενοι», Ηρόδ.)
2. (το ρηματ. επίθ.) περισκεπτέον
πρέπει κανείς να εξετάσει καλά («περισκεπτέον ἕκαστα», Φίλ. Ιουδ.).
Greek Monotonic
περισκέπτομαι: βλ. περισκοπέω.