βασιλικόν
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
Russian (Dvoretsky)
βᾰσῐλικόν: τό
1) царский образ действий Xen.;
2) (sc. ταμιεῖον) царское казнохранилище Diod.;
3) бот. базилик (Ocimum basilicum) Arst.