εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
κοίλη: ἡ, θηλ. τοῦ κοῖλος: ὄνομα δήμου τῆς Ἀττικῆς, Φίλωνα τὸν ἐκ τῆς Κοίλης Ἰσοκρ. 375D, κτλ.
κοίλη: ἡ1) (sc. ναῦς) кузов или трюм корабля Theocr.;2) лощина или русло (ποταμοὶ ῥέοντες διὰ κοίλης Arst.).