ὑποδειγματικῶς
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
Russian (Dvoretsky)
ὑποδειγμᾰτικῶς:
1) в качестве примера (μεμνῆσθαί τινος Sext.);
2) на примерах, наглядно (κατοπτεύειν τι Sext.).