Εὐρώπιος

From LSJ
Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

English (Slater)

Εὐρώπιος
   1 of Europa πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Turyn, Wil.: εὐρωπία κρανᾶν ἑλ[ικὸ]ς τε ποταμοῦ G-H: Εὐρωπίᾳ κράνᾳ Μέλ[ανό]ς τε Wil.; cf. Turyn ad loc., “intellego appositionem esse ad verba ἲς Ἀχελωίου”: = ?Akidalian spring, Wil., G. G. A., 1900, 43) fr. 70. 2.

Russian (Dvoretsky)

Εὐρώπιος: европейский (Εὐρωπία γῆ Eur.).