εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν → blessed are You, o Christ Our God
-ῶμαι;ao. κατεθοινησάμην;se repaître de, dévorer.Étymologie: κατά, θοινάω.
καταθοινάομαι: поедать, пожирать Aesop.