εὐψύχως
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Russian (Dvoretsky)
εὐψύχως: спокойно, мужественно (παρελῶντες ἐπὶ τοὺς πολεμίους Xen.).
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
εὐψύχως: спокойно, мужественно (παρελῶντες ἐπὶ τοὺς πολεμίους Xen.).