καταβασκαίνω

Revision as of 10:10, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "strengthd." to "strengthened")

English (LSJ)

strengthened for βασκαίνω, Plu.2.680c, 682b, Hld. 3.8; A τῇ θέᾳ τινά Id.4.5.

German (Pape)

[Seite 1339] behexen, Plut. Symp. 5, 7, 1 ff.; καί σε τῇ θέᾳ καταβασκήνας Heliod. 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

καταβασκαίνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ βασκαίνω, Πλούτ. 2. 680C, 682B καὶ Ε.

French (Bailly abrégé)

f. καταβασκανῶ, ao. κατεβάσκηνα;
fasciner, ensorceler.
Étymologie: κατά, βασκαίνω.

Greek Monolingual

καταβασκαίνω (Α)
επιτ. τ. του βασκαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βασκαίνω «ματιάζω»].

Russian (Dvoretsky)

καταβασκαίνω: околдовывать, зачаровывать (τινά Plut.).