ματιάζω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
μάτι
1. ρίχνω το βλέμμα μου ή τη ματιά μου πάνω σε κάποιο αντικείμενο ή πρόσωπο
2. βασκαίνω κάποιον ή κάτι με το βλέμμα μου ή με τον υπερβολικό θαυμασμό μου («δεν έχω μάτι που ματιάζει»)
3. σκοπεύω, σημαδεύω («το μάτιασα και με την πρώτη το 'ριξα»)
4. φρ. «το μάτιασα» — έβαλα κάτι στο μάτι, κάτι μού κίνησε την επιθυμία να το αποκτήσω.