συνεπιφαίνομαι

From LSJ
Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφαίνομαι: Παθ., ὁμοῦ μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ χάρις συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

se montrer avec.
Étymologie: σύν, ἐπιφαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιφαίνομαι: одновременно выставляться напоказ, являться Plut.