ἐμπαθῶς
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
French (Bailly abrégé)
adv.
avec passion ou émotion;
Cp. ἐμπαθέστερον, Sp. ἐμπαθέστατα.
Étymologie: ἐμπαθής.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπᾰθῶς: страстно, взволнованно (λαβόμενος τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ καὶ πιέσας ἐ. Polyb.; ἐ. καὶ μετὰ πολλῶν δακρύων Plut.): ἐ. προσκεῖσθαί τινι Plut. быть страстно преданным чему-л.