εἰσπετάννυμι
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.9.100, Paus.1.30.3
• Morfología: [fut. -πτήσεται Orac.Sib.5.104; aor. ind. -έπτη Plu.Sull.7, inf. -πτῆναι Paus.1.30.3, part. -πτᾶσα Plu.2.461d, Ath.395a, -πτάντες App.BC 4.19, v. med. ind. -έπτατο Il.21.494, Hdt.9.100, v. pas. subj. -πετασθῇ Arist.HA 624b6]
1 en v. act. y med., de aves e insectos entrar volando, llegarse volando c. ac. de direcc. πέλεια, ἥ ῥά θ' ... κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Il.l.c., c. εἰς y ac. ἕως ἂν εἰς τὸ σμῆνος εἰσπετασθῇ (ἡ μέλιττα) Arist.l.c., ἐς δὲ ἄντρον κοῖλον ἐσπτάντος (χηνός) Paus.9.39.2, περιστερᾶς ... εἰς τὸν νεὼν εἰσπτάσης Ath.l.c., cf. App.l.c., ἐσπτῆναί οἱ κύκνον ἐς τὸν κόλπον Paus.1.30.3, abs. στρουθὸς εἰσέπτη πάντων ὁρώντων Plu.Sull.7, cf. 2.461d, αὐτὸς δ' ἐκ δυσμῶν εἰσπτήσεται ἅλματι κούφῳ de un angel Orac.Sib.l.c.
2 fig., de la voz, el sonido llegar a través del aire c. εἰς y ac. φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον πᾶν Hdt.l.c., c. dat. ἡ κληδὼν αὕτη σφι ἐσέπτατο Hdt.9.101, c. ac. ἔπος δ' εἰσέπτατο νηδύν ref. al Verbo en la Encarnación Orac.Sib.8.469.
Russian (Dvoretsky)
εἰσπετάννῡμι: влетать (εἰς τὸ σμῆνος εἰσπετασθῆναι Arst.).